Στένωση στα λιθουανικά
Μετάφραση: στένωση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kliūtis, stenozė, stenozės, susiaurėjusi, angos stenozė, stosis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στένωση
στένωση του πυλωρού, στένωση ουρήθρας, στένωση του σπονδυλικού σωλήνα, στένωση μεσοσπονδύλιου δίσκου, στένωση πυελοουρητηρικής συμβολής, στένωση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στένωση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- στέλνω στα λιθουανικά - pervežti, siųsti, žinutę, siųsti žinutę, nusiųsti, išsiųsti
- στέμμα στα λιθουανικά - karūna, vainikas, Crown, karūną, vainiko
- στέρηση στα λιθουανικά - atėmimas, nepriteklius, atėmimo, atėmimu, nepritekliaus
- στέψη στα λιθουανικά - karūnavimas, karūnavimo, Coronation, karūnacijos
Τυχαίες λέξεις
Στένωση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kliūtis, stenozė, stenozės, susiaurėjusi, angos stenozė, stosis
Μεταφράσεις: kliūtis, stenozė, stenozės, susiaurėjusi, angos stenozė, stosis