Στιφάδο στα λιθουανικά
Μετάφραση: στιφάδο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
troškinys, troškinti, skiaurė, plūktis, troškinta mėsa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στιφάδο
στιφάδο θερμίδες, στιφάδο μοσχαράκι, στιφάδο αργυρώ, στιφάδο χταπόδι, στιφάδο συνταγή, στιφάδο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στιφάδο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- στιλβώνω στα λιθουανικά - poliruoti, blizginti, lenkų, Lenkijos, polish, lakas, lako
- στιλπνός στα λιθουανικά - blizgantis, blizgus, žvilganti, Lakuotais, Lśniący
- στοά στα λιθουανικά - galerija, Pristatymas Galerija, nuotraukos, albumas
- στοίβα στα λιθουανικά - šūsnis, rietuvė, krūva, polių, krūvelė, šereliai, kalnas
Τυχαίες λέξεις
Στιφάδο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: troškinys, troškinti, skiaurė, plūktis, troškinta mėsa
Μεταφράσεις: troškinys, troškinti, skiaurė, plūktis, troškinta mėsa