Στιφάδο στα ολλανδικά

Μετάφραση: στιφάδο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goulash, stoven, stoofpot, hutspot, stew, hutspot van
Στιφάδο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στιφάδο

στιφάδο θερμίδες, στιφάδο μοσχαράκι, στιφάδο αργυρώ, στιφάδο χταπόδι, στιφάδο συνταγή, στιφάδο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στιφάδο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στιλβώνω στα ολλανδικά - schoensmeer, pools, schoencrème, polijsten, Pools, poetsen, poetsmiddel, ...
  • στιλπνός στα ολλανδικά - glanzend, glanzende, schitterend, luisterrijke
  • στοά στα ολλανδικά - galerij, galerie, Gallery, gallerij, Galeri
  • στοίβα στα ολλανδικά - troep, drom, tas, hooiopper, menigte, overvloed, hoop, ...
Τυχαίες λέξεις
Στιφάδο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: goulash, stoven, stoofpot, hutspot, stew, hutspot van