Στιφάδο στα ουκρανικά
Μετάφραση: στιφάδο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гасити, тривожитися, тушкувати, непокоїтись, тушковане
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στιφάδο
στιφάδο θερμίδες, στιφάδο μοσχαράκι, στιφάδο αργυρώ, στιφάδο χταπόδι, στιφάδο συνταγή, στιφάδο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στιφάδο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στιλβώνω στα ουκρανικά - поліомієліт, польський, польська, польську, польське, польського
- στιλπνός στα ουκρανικά - глянсуватий, бархатистий, прилизаний, лискучий, шовковистий, гладенький, украдливий, ...
- στοά στα ουκρανικά - пасаж, аркада, галерея, галерея Відправити
- στοίβα στα ουκρανικά - сардина, купа, куча
Τυχαίες λέξεις
Στιφάδο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: гасити, тривожитися, тушкувати, непокоїтись, тушковане
Μεταφράσεις: гасити, тривожитися, тушкувати, непокоїтись, тушковане