Στραγγίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: στραγγίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuotakas, drenažas, gręžimas, išpešti, sulčiaspaudė, nusukti, gręžti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στραγγίζω
στραγγίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στραγγίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- στραβά στα λιθουανικά - kreivai, Przekrzywiony, iškreiptas, iškraipytas, kreivas
- στραβός στα λιθουανικά - kreivas, ironiškas, Kreivė, iškreiptas, Greizs
- στραγγαλίζω στα λιθουανικά - garota, nubausti mirtimi pasmaugiant, pasmaugti norint apiplėšti, pasmaugimas norint apiplėšti
- στραμπουλίζω στα λιθουανικά - melodija, arija, veislė, patempimas, sausgyslių patempimas, patempimai, Tempimui
Τυχαίες λέξεις
Στραγγίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nuotakas, drenažas, gręžimas, išpešti, sulčiaspaudė, nusukti, gręžti
Μεταφράσεις: nuotakas, drenažas, gręžimas, išpešti, sulčiaspaudė, nusukti, gręžti