Συλλογικά στα λιθουανικά
Μετάφραση: συλλογικά, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kartu, kolektyviai, apibendrinant, bendrai, drauge
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλογικά
συλλογικά όργανα δημοσίου, συλλογικά όργανα οτα, συλλογικά δίκτυα διαχείρισης νερού, συλλογικά όργανα διοίκησης, συλλογικά ουσιαστικά, συλλογικά λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συλλογικά στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- συλλαμβάνω στα λιθουανικά - areštuoti, areštas, suimti, sugauti, Nabi, nab, Przydybać
- συλλογίζομαι στα λιθουανικά - apmąstyti, Mąstyti, Apgalvoti, Pojąć, Rozmyślać
- συλλογικός στα λιθουανικά - kolektyvinis, kolektyvinio, kolektyvinė, kolektyvinės, kolektyvinių
- συλλογισμός στα λιθουανικά - samprotavimas, argumentai, motyvai, motyvavimas, argumentacija
Τυχαίες λέξεις
Συλλογικά στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kartu, kolektyviai, apibendrinant, bendrai, drauge
Μεταφράσεις: kartu, kolektyviai, apibendrinant, bendrai, drauge