Συλλογικά στα ουγγρικά
Μετάφραση: συλλογικά, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
együttesen, kollektíven, közösen, kollektív, együtt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλογικά
συλλογικά όργανα δημοσίου, συλλογικά όργανα οτα, συλλογικά δίκτυα διαχείρισης νερού, συλλογικά όργανα διοίκησης, συλλογικά ουσιαστικά, συλλογικά λεξικό γλώσσας ουγγρικά, συλλογικά στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- συλλαμβάνω στα ουγγρικά - sziklacsúcs, lefoglalás, megakadályozás, fülönfog, elcsíp, rajtakap
- συλλογίζομαι στα ουγγρικά - kigondol, gondolkodik
- συλλογικός στα ουγγρικά - kollektíva, kollektív, a kollektív, közös, csoportos, együttes
- συλλογισμός στα ουγγρικά - szillogizmus, okfejtés, érvelés, indokolás, érvelést, indokolása, érvelése
Τυχαίες λέξεις
Συλλογικά στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: együttesen, kollektíven, közösen, kollektív, együtt
Μεταφράσεις: együttesen, kollektíven, közösen, kollektív, együtt