Συλλογικά στα ολλανδικά
Μετάφραση: συλλογικά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
collectief, gezamenlijk, samen, collectieve
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλογικά
συλλογικά όργανα δημοσίου, συλλογικά όργανα οτα, συλλογικά δίκτυα διαχείρισης νερού, συλλογικά όργανα διοίκησης, συλλογικά ουσιαστικά, συλλογικά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συλλογικά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συλλαμβάνω στα ολλανδικά - inrekenen, arrest, bemachtigen, aangrijpen, hechtenis, arresteren, waardering, ...
- συλλογίζομαι στα ολλανδικά - peinzen, overpeinzen, beramen, cogitate, dunken
- συλλογικός στα ολλανδικά - gemeenschappelijk, collectief, collectieve, de collectieve, gezamenlijke, voor collectieve
- συλλογισμός στα ολλανδικά - redenering, motivering, redeneren, redenering van, de redenering
Τυχαίες λέξεις
Συλλογικά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: collectief, gezamenlijk, samen, collectieve
Μεταφράσεις: collectief, gezamenlijk, samen, collectieve