Συλλογικά στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συλλογικά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coletivamente, colectivamente, em conjunto, colectiva, coletiva
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλογικά
συλλογικά όργανα δημοσίου, συλλογικά όργανα οτα, συλλογικά δίκτυα διαχείρισης νερού, συλλογικά όργανα διοίκησης, συλλογικά ουσιαστικά, συλλογικά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συλλογικά στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συλλαμβάνω στα πορτογαλικά - apreender, prender, captura, gráficos, tomar, prisão, apresar, ...
- συλλογίζομαι στα πορτογαλικά - ponderar, reflectir, lagoa, lago, cogitar, cogitate, cogitam, ...
- συλλογικός στα πορτογαλικά - coletivo, coletiva, colectiva, colectivo, colectivas
- συλλογισμός στα πορτογαλικά - raciocínio, fundamentação, o raciocínio, argumentação, razão
Τυχαίες λέξεις
Συλλογικά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: coletivamente, colectivamente, em conjunto, colectiva, coletiva
Μεταφράσεις: coletivamente, colectivamente, em conjunto, colectiva, coletiva