Συνοψίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: συνοψίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tabuliuoti, plokštelinis, lentelinis, Tabularyzować, lentelės
Συνοψίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνοψίζω

συνοψίζω english, συνοψίζω στα αγγλικά, συνοψιζω συνώνυμο, συνοψίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συνοψίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συνοφρυώνομαι στα λιθουανικά - raukytis, susiraukti, nepritarimo reiškimas, paniurti
  • συνοχή στα λιθουανικά - sanglauda, sanglaudos, sanglaudą, sanglaudai
  • συντάκτης στα λιθουανικά - redaktorius, redaktoriumi, redaktorė, redaktoriaus, redaktorių
  • συντάσσω στα λιθουανικά - Rengti spaudai, redaguojama
Τυχαίες λέξεις
Συνοψίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tabuliuoti, plokštelinis, lentelinis, Tabularyzować, lentelės