Ταριχεύω στα λιθουανικά

Μετάφραση: ταριχεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
slėgtainis, marinuota silkė, pasigėrimas, pikiravimas, marinuota mėsa
Ταριχεύω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταριχεύω

ταριχεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ταριχεύω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ταραχή στα λιθουανικά - areštas, būgštavimas, orgija, riaušės, šėlti, maištas, bruzdėjimas, ...
  • ταραχώδης στα λιθουανικά - turbulentinis, Turbulencija, turbulentinio, sūkurinis, audringa
  • ταρσικός στα λιθουανικά - čiurnos
  • τασάκι στα λιθουανικά - peleninė, peleninę, pelenines, peleninės, indą
Τυχαίες λέξεις
Ταριχεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: slėgtainis, marinuota silkė, pasigėrimas, pikiravimas, marinuota mėsa