Τεκμηριώνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: τεκμηριώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τεκμηριώνω
τεκμηριώνω συνώνυμο, τεκμηριώνω english, τεκμηριώνω λεξικο, τεκμηριώνω στα αγγλικα, τεκμηριώνω συνώνυμα, τεκμηριώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τεκμηριώνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- τεζάρω στα λιθουανικά - nužudyti, kauliukas, tezaro
- τεκμηρίωση στα λιθουανικά - dokumentacija, dokumentai, dokumentus, dokumentų, dokumentuose
- τελείωμα στα λιθουανικά - apdaila, smūgiuotas, smūgiuotas kamuolys, baigti, finišo
- τελείως στα λιθουανικά - visiškai, pilnai, visai, galo
Τυχαίες λέξεις
Τεκμηριώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tekmiriono
Μεταφράσεις: tekmiriono