Τεκμηριώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: τεκμηριώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tekmiriono
Τεκμηριώνω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τεκμηριώνω

τεκμηριώνω συνώνυμο, τεκμηριώνω english, τεκμηριώνω λεξικο, τεκμηριώνω στα αγγλικα, τεκμηριώνω συνώνυμα, τεκμηριώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τεκμηριώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τεζάρω στα ολλανδικά - verscheiden, sterven, versmachten, strekken, overlijden, spannen, doodgaan, ...
  • τεκμηρίωση στα ολλανδικά - rechtvaardiging, documentatie, documenten, de documentatie, documentatie van, documentatie bij
  • τελείωμα στα ολλανδικά - afwerking, einde, eindig, eindigt, afgewerkt
  • τελείως στα ολλανδικά - absoluut, vooral, bepaald, beslist, strikt, volstrekt, zeker, ...
Τυχαίες λέξεις
Τεκμηριώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tekmiriono