Λέξη: τραπεζοειδής

Σχετικές λέξεις: τραπεζοειδής

τραπεζοειδής μυς, τραπεζοειδής λαμαρίνα τιμες, τραπεζοειδής ιμάντες, τραπεζοειδής μυς ασκησεις, τραπεζοειδής λαμαρίνα τιμη, τραπεζοειδής ασκησεις, τραπεζοειδής μυς πονος, τραπεζοειδής λαμαρινες τιμες, τραπεζοειδής λαμαρίνα, τραπεζοειδήσ ιμάντασ

Μεταφράσεις: τραπεζοειδής

τραπεζοειδής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
trapezoid, trapezoidal, trapezius

τραπεζοειδής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trapezoidal, trapezoidales, trapecial, trapezoidal de

τραπεζοειδής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
trapez, Trapez, trapezförmigen, trapezförmige, trapezförmig, trapezförmigem

τραπεζοειδής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trapèze, trapézoïdale, trapézoïdal, trapézoïdales, forme trapézoïdale

τραπεζοειδής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trapezoidale, trapezoidali, trapezio, forma trapezoidale

τραπεζοειδής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trapezoidal, trapezoidais, trapezóide, trapézio

τραπεζοειδής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trapeziumvormige, trapeziumvormig, trapezium, trapezoïdale, trapezoïdaal

τραπεζοειδής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трапециевидный, трапециевидной, трапецеидальной, трапециевидные, трапециевидная

τραπεζοειδής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trapesformet, trapesformede, trapes, trapesoid, trapesform

τραπεζοειδής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trapets, trapetsformig, trapetsformad, trapetsformade, trapetsformat

τραπεζοειδής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puolisuunnikkaan, puolisuunnikkaan muotoinen, trapezoidal, puolisuunnikkaan muotoisen, puolisuunnikas

τραπεζοειδής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trapezformet, trapezformede, trapez, trapezoid, trapezgevind

τραπεζοειδής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lichoběžníkový, lichoběžníkové, lichoběžníková, trapézové, lichoběžníkového

τραπεζοειδής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czworokąt, trapez, trapezowe, trapezowych, trapezowej, trapezowy, trapezowa

τραπεζοειδής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
trapéz, trapéz alakú, trapéztetőkhöz, trapezoid, trapézlemez

τραπεζοειδής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ikizkenar yamuk şeklinde, trapez, yamuk, trapezoidal, trapezoid

τραπεζοειδής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трапецієподібний, трапецієвидний

τραπεζοειδής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trapezoidale, trapezoidal

τραπεζοειδής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трапецовидна, трапецовидно, трапецовиден, трапецовидни, трапецовидната

τραπεζοειδής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трапецападобны

τραπεζοειδής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
trapets, trapetsikujulise, trapetsikujuline, trapetsi, trapetsikujulised, trapetsikujulist

τραπεζοειδής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trapezoidni, trapezni, trapezoidna, trapezoidnog, trapezoidnim

τραπεζοειδής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trapisulaga

τραπεζοειδής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trapecijos formos, trapecijos, trapecinė, trapecinės, trapecinių

τραπεζοειδής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trapecveida, trapeces veida, trapeces, trapecveida šķērsgriezuma

τραπεζοειδής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трапезоидна, трапезен, трапезоидниот, трапезоиден, трапезоидната

τραπεζοειδής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trapezoidal, trapezoidală, trapezoidale, trapezoidala

τραπεζοειδής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trapezno, trapezna, trapezoidna, trapezoidni, trapezoidno

τραπεζοειδής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lichobežníkový, trapézový
Τυχαίες λέξεις