Λιπαντικό στα νορβηγικά
Μετάφραση: λιπαντικό, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fett, smørefett, fettet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιπαντικό
λιπαντικα super dynamic extra diesel, λιπαντικό αλυσίδασ, λιπαντικό κ-υ, λιπαντικό αλυσίδας ποδηλάτου, λιπαντικό αλυσίδας μοτοσυκλέτας, λιπαντικό λεξικό γλώσσας νορβηγικά, λιπαντικό στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- λινός στα νορβηγικά - lin, cambric
- λιπαίνω στα νορβηγικά - gjødsle, befrukte, gjødsler, å befrukte, gjodsle
- λιπαρός στα νορβηγικά - fettet, fettstoffer, fatty, fet, fett, fettsyre
- λιποθυμώ στα νορβηγικά - besvimelse, matt, svak, veik, uvit, dvale, swoon, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιπαντικό στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: fett, smørefett, fettet
Μεταφράσεις: fett, smørefett, fettet