Λιπαντικό στα ουγγρικά

Μετάφραση: λιπαντικό, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
síkosító, zsírozó, zsír, zsírt, zsírral, kenőzsír, kenőanyag
Λιπαντικό στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιπαντικό

λιπαντικα super dynamic extra diesel, λιπαντικό αλυσίδασ, λιπαντικό κ-υ, λιπαντικό αλυσίδας ποδηλάτου, λιπαντικό αλυσίδας μοτοσυκλέτας, λιπαντικό λεξικό γλώσσας ουγγρικά, λιπαντικό στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • λινός στα ουγγρικά - lenvászon, vászon, batiszt, gyolcsból, patyolat, a batiszt
  • λιπαίνω στα ουγγρικά - termékenyít, megtermékenyítő, megtermékenyíteni, megtermékenyítő hatás, termékenyítik
  • λιπαρός στα ουγγρικά - zsírpecsétes, csúszós, olajfoltos, zsíros, zsírsav, zsírsavak
  • λιποθυμώ στα ουγγρικά - aléltság, halovány, ájultság, ájulás, elájul, ájulást, ájulásából, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιπαντικό στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: síkosító, zsírozó, zsír, zsírt, zsírral, kenőzsír, kenőanyag