Λιπαντικό στα πορτογαλικά

Μετάφραση: λιπαντικό, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
paste, untar, graxa, gordura, banha, pastar, massa lubrificante, de graxa, graxa de
Λιπαντικό στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιπαντικό

λιπαντικα super dynamic extra diesel, λιπαντικό αλυσίδασ, λιπαντικό κ-υ, λιπαντικό αλυσίδας ποδηλάτου, λιπαντικό αλυσίδας μοτοσυκλέτας, λιπαντικό λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λιπαντικό στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • λινός στα πορτογαλικά - linho, alinhar, cambraia, de cambraia, cambric, cambraia de, cambraias
  • λιπαίνω στα πορτογαλικά - fertilizar, fecundar, fertilize, adubar, fertilizam
  • λιπαρός στα πορτογαλικά - graxa, gordo, gorduroso, gordura, gordos, graxos, graxo
  • λιποθυμώ στα πορτογαλικά - fraco, desfalecer, débil, desmaiar, falha, desmaio, desfalecimento, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιπαντικό στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: paste, untar, graxa, gordura, banha, pastar, massa lubrificante, de graxa, graxa de