Άντρο στα ολλανδικά

Μετάφραση: άντρο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hol, spelonk, grot, Cavern, caverne
Άντρο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άντρο

άντρο ορισμός, άντρο συνώνυμα, δικταίο άντρο, άντρο μιχαηλίδη, ιδαίο άντρο, άντρο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άντρο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άντληση στα ολλανδικά - pompen, pompende, verpompen, het pompen, pomp
  • άντρας στα ολλανδικά - samen, knaap, maat, kameraad, vent, partner, aaneen, ...
  • άνω στα ολλανδικά - overeind, daarboven, aan, bovenste, opwaarts, op, benoorden, ...
  • άξεστος στα ολλανδικά - ongepolijst, ongepolijste, unpolished, gepolijste, niet gepolijste
Τυχαίες λέξεις
Άντρο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hol, spelonk, grot, Cavern, caverne