Έκκληση στα ολλανδικά

Μετάφραση: έκκληση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pleiten, beroep, hoger beroep, hogere voorziening, hogere, aantrekkingskracht
Έκκληση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έκκληση

έκκληση των ελλήνων διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, έκκληση λεξικό, έκκληση για αίμα, έκκληση στον κόσμο των πνευμάτων, έκκληση για βοήθεια, έκκληση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, έκκληση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • έκθεμα στα ολλανδικά - tonen, uitvoeren, aantonen, tentoonstellen, voorstellen, tentoonspreiden, presenteren, ...
  • έκθεση στα ολλανδικά - foto, proberen, opname, toetsen, trachten, opstel, kiek, ...
  • έκλυση στα ολλανδικά - emissies, vrijlating, bevrijding, loslaten, afgifte, versie
  • έκλυτος στα ολλανδικά - liederlijk, losbandig, rakish, losbandige, zwierige
Τυχαίες λέξεις
Έκκληση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pleiten, beroep, hoger beroep, hogere voorziening, hogere, aantrekkingskracht