Ανακωχή στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανακωχή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wapenstilstand, bestand, truce, een wapenstilstand
Ανακωχή στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακωχή

ανακωχή ετυμολογία, ανακωχή μούδρου, ανακωχή μουδανιών, ανακωχή αγγλικά, ανακωχή χριστουγέννων 1914, ανακωχή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανακωχή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανακριτικός στα ολλανδικά - onderzoekend, onderzoekings-, inquisitorial, inquisitoriaal, inquisitorische
  • ανακτώ στα ολλανδικά - helen, genezen, herstellen, restaureren, vernieuwen, terugkrijgen, herwinnen, ...
  • ανακόπτω στα ολλανδικά - betomen, bedwingen, beteugelen, steel, stam, stengel, stamcellen, ...
  • ανακύκλωση στα ολλανδικά - recycling, recyclage, recyclen, recycleren, hergebruik
Τυχαίες λέξεις
Ανακωχή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wapenstilstand, bestand, truce, een wapenstilstand