Ανακωχή στα τσεχικά
Μετάφραση: ανακωχή, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oddech, příměří, přestávka, smír
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακωχή
ανακωχή ετυμολογία, ανακωχή μούδρου, ανακωχή μουδανιών, ανακωχή αγγλικά, ανακωχή χριστουγέννων 1914, ανακωχή λεξικό γλώσσας τσεχικά, ανακωχή στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ανακριτικός στα τσεχικά - výslech, inkvizitorský, vyšetřovací, inkviziční, vyšetřovatelský, inkvizičního
- ανακτώ στα τσεχικά - nahradit, uzdravit, vrátit, napravit, navrátit, odčinit, hojit, ...
- ανακόπτω στα τσεχικά - odříznout, kontrola, dohled, známka, účtenka, zarazit, přerušit, ...
- ανακύκλωση στα τσεχικά - recyklace, recyklaci, recyklační, recyklací, recyklovač
Τυχαίες λέξεις
Ανακωχή στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: oddech, příměří, přestávka, smír
Μεταφράσεις: oddech, příměří, přestávka, smír