Απειλητικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: απειλητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dreigend, dreigende, bedreigend, bedreigende, bedreiging
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απειλητικός
απειλητικόσ συνώνυμα, απειλητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απειλητικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- απεικόνιση στα ολλανδικά - vertegenwoordiging, afbeelding, figuur, beeld, uitbeelding, voorstelling, weergave, ...
- απειλή στα ολλανδικά - dreigement, bedreiging, dreiging, gevaar, bedreigd
- απειλώ στα ολλανδικά - dreigen, bedreigen, Hector, van Hector, Hectors, overdonderen, koejeneren
- απειρία στα ολλανδικά - onervarenheid, gebrek aan ervaring, onervarenheid van, onervaren, De onervarenheid
Τυχαίες λέξεις
Απειλητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dreigend, dreigende, bedreigend, bedreigende, bedreiging
Μεταφράσεις: dreigend, dreigende, bedreigend, bedreigende, bedreiging