Απών στα ολλανδικά

Μετάφραση: απών, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwezig, absent, verstrooid, uitstedig, afwezig is, afwezige, afwezigheid, ontbreekt
Απών στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απών

απών το 2ο επεισόδιο, απών επεισόδια, απών mega tv, απών mega, απών τελευταίο επεισόδιο, απών λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απών στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απύθμενος στα ολλανδικά - bodemloos, bodemloze, bottomless, bijhield, bijhield werd
  • απώλεια στα ολλανδικά - vermissing, tekort, schade, nadeel, deficit, verlies, verliesrekening, ...
  • απώτατος στα ολλανδικά - definitief, verst, verste, het verst, uiterste, meest verste
  • αράζω στα ολλανδικά - dok, pier, Moor, veen, aanmeren, hei, heide
Τυχαίες λέξεις
Απών στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afwezig, absent, verstrooid, uitstedig, afwezig is, afwezige, afwezigheid, ontbreekt