Απών στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απών, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ausente, ausentes, ausência, ausência de, inexistente
Απών στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απών

απών το 2ο επεισόδιο, απών επεισόδια, απών mega tv, απών mega, απών τελευταίο επεισόδιο, απών λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απών στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απύθμενος στα πορτογαλικά - sem fundo, insondável, fundo, bottomless, sem fim
  • απώλεια στα πορτογαλικά - défice, perdas, abismar-se, perda, perda de, a perda, prejuízo
  • απώτατος στα πορτογαλικά - o mais distante, mais distante, mais afastado, mais longe, distante
  • αράζω στα πορτογαλικά - doca, prescindir, charneca, pântano, amarre, mouro, moor
Τυχαίες λέξεις
Απών στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ausente, ausentes, ausência, ausência de, inexistente