Αυξομειώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: αυξομειώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fluctueert, schommelt, varieert, fluctueren, schommelen
Αυξομειώνω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυξομειώνω

αυξομειώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αυξομειώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αυξάνομαι στα ολλανδικά - verbouwen, aankweken, aanwassen, opstaan, beklimming, zetten, toenemen, ...
  • αυξάνω στα ολλανδικά - verhoging, verergeren, ophogen, verheffen, bevorderen, aandikken, toename, ...
  • αυστηρά στα ολλανδικά - strikt, streng, strikte, strengste, ten strengste
  • αυστηρός στα ολλανδικά - somber, naargeestig, star, strak, zitvlak, achterste, mistroostig, ...
Τυχαίες λέξεις
Αυξομειώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: fluctueert, schommelt, varieert, fluctueren, schommelen