Αφοσίωση στα ολλανδικά

Μετάφραση: αφοσίωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
loyaliteit, trouw, loyalty, de loyaliteit, loyaliteitsprogramma
Αφοσίωση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αφοσίωση

αφοσίωση βιβλιο, αφοσίωση ετυμολογία, αφοσίωση veronica roth, αφοσίωση συνώνυμο, αφοσίωση λεξικό, αφοσίωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αφοσίωση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αφορίζω στα ολλανδικά - excommuniceren, te excommuniceren, de ban, excommunicatie, geëxcommuniceerd
  • αφορμή στα ολλανδικά - excuus, verschonen, vergeven, verontschuldigen, excuseren, oorzaak, reden, ...
  • αφουγκράζομαι στα ολλανδικά - luisteren, toehoren, beluisteren, aanhoren, toeluisteren, afluisteren, af te luisteren, ...
  • αφού στα ολλανδικά - sedert, sinds, vanaf, na, nadat, na het, na de, ...
Τυχαίες λέξεις
Αφοσίωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: loyaliteit, trouw, loyalty, de loyaliteit, loyaliteitsprogramma