Αφοσίωση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αφοσίωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lealdade, fidelidade, fidelização, a lealdade, de fidelidade
Αφοσίωση στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αφοσίωση

αφοσίωση βιβλιο, αφοσίωση ετυμολογία, αφοσίωση veronica roth, αφοσίωση συνώνυμο, αφοσίωση λεξικό, αφοσίωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αφοσίωση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αφορίζω στα πορτογαλικά - excomungado, excomungar, excomungá, excommunicate
  • αφορμή στα πορτογαλικά - excursão, desculpa, dispensar, justificar, desculpar, escusar, causa, ...
  • αφουγκράζομαι στα πορτογαλικά - escute, escutar, ouvir, lista, bisbilhotar, espionar, espiar, ...
  • αφού στα πορτογαλικά - pecar, desde, depois, após, depois de, após a, após o
Τυχαίες λέξεις
Αφοσίωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: lealdade, fidelidade, fidelização, a lealdade, de fidelidade