Βομβαρδισμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: βομβαρδισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bombardement, bombardementen, beschieting, bombarderen, het bombardement
Βομβαρδισμός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βομβαρδισμός

βομβαρδισμός της γκουέρνικα, βομβαρδισμός σερβίας, βομβαρδισμός πειραιά 1941, βομβαρδισμός της γιουγκοσλαβίας, βομβαρδισμός πειραιά, βομβαρδισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βομβαρδισμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βολικός στα ολλανδικά - gemakkelijk, betamelijk, comfortabel, bruikbaar, geschikt, passend, gepast, ...
  • βομβαρδίζω στα ολλανδικά - bekogelen, bombarderen, beschieten, bestoken, te bombarderen, bombardeer
  • βομβιστής στα ολλανδικά - bommenwerper, Bomber, de Bommenwerper, de Bommenwerper van, van de Bommenwerper
  • βορά στα ολλανδικά - vangst, buit, prooi, ten prooi, roof, prooien
Τυχαίες λέξεις
Βομβαρδισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bombardement, bombardementen, beschieting, bombarderen, het bombardement