Βομβαρδισμός στα ουκρανικά
Μετάφραση: βομβαρδισμός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бомбардування
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βομβαρδισμός
βομβαρδισμός της γκουέρνικα, βομβαρδισμός σερβίας, βομβαρδισμός πειραιά 1941, βομβαρδισμός της γιουγκοσλαβίας, βομβαρδισμός πειραιά, βομβαρδισμός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βομβαρδισμός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βολικός στα ουκρανικά - зручний, годитися, підхожий, придатний, затишний, комфортабельний, спокійний, ...
- βομβαρδίζω στα ουκρανικά - бомбардуйте, бомбардувати, бомбити, бомбардуватимуть, бомбардуватиме
- βομβιστής στα ουκρανικά - бомбардувальник, Бомбардировщик
- βορά στα ουκρανικά - розфасовувати, видобуток, здобич, видобування
Τυχαίες λέξεις
Βομβαρδισμός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: бомбардування
Μεταφράσεις: бомбардування