Βομβαρδισμός στα πολωνικά

Μετάφραση: βομβαρδισμός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bombardowanie, bombardowania, zespołami do bombardowania, z zespołami do bombardowania, do bombardowania
Βομβαρδισμός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βομβαρδισμός

βομβαρδισμός της γκουέρνικα, βομβαρδισμός σερβίας, βομβαρδισμός πειραιά 1941, βομβαρδισμός της γιουγκοσλαβίας, βομβαρδισμός πειραιά, βομβαρδισμός λεξικό γλώσσας πολωνικά, βομβαρδισμός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • βολικός στα πολωνικά - stosowny, sposobny, komfortowy, dogodny, odpowiedni, należyty, wygodny, ...
  • βομβαρδίζω στα πολωνικά - bombardować, ostrzeliwać, zarzucać, bombardują, bombardowania, bombard, bombardowanie
  • βομβιστής στα πολωνικά - szturmowiec, zamachowiec, bombowiec, Bomber, bombowy, bombowca
  • βορά στα πολωνικά - zdobycz, nurtować, łup, ofiara, żerować, pastwa, grabić, ...
Τυχαίες λέξεις
Βομβαρδισμός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: bombardowanie, bombardowania, zespołami do bombardowania, z zespołami do bombardowania, do bombardowania