Βρεγμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: βρεγμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nat, vochtig, vocht, natte, vochtige, wet
Βρεγμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βρεγμένος

βρεγμένοσ σκύλοσ, βρεγμένος ως το κόκκαλο, βρεγμένος ονειροκρίτης, βρεγμένος pronunciation, βρεγμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βρεγμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βραχνός στα ολλανδικά - rauw, schor, hees, hese, schorre, rauwe
  • βραχύλογος στα ολλανδικά - beknoptheid, bondigheid, de beknoptheid, beknopt, compactheid
  • βρογχοκήλη στα ολλανδικά - kropgezwel, struma, krop, goitre, schildkliervergroting
  • βρομιά στα ολλανδικά - stinken, slib, slik, mest, stank, modder, vuil, ...
Τυχαίες λέξεις
Βρεγμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: nat, vochtig, vocht, natte, vochtige, wet