Δευτερεύων στα ολλανδικά

Μετάφραση: δευτερεύων, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijbehorend, bijkomend, bijkomstig, secundair, secundaire, voortgezet, middelbare, middelbaar
Δευτερεύων στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δευτερεύων

είναι δευτερεύων, δευτερεύων μάθημα, δευτερεύων πνιγμόσ, το δευτερεύων, δευτερεύων κβαντικός αριθμός, δευτερεύων λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δευτερεύων στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δεσποτικός στα ολλανδικά - meesterlijke, meesterlijk, magistrale, masterful, de meesterlijke
  • δεσπόζω στα ολλανδικά - overtreffen, overtop, overtref, erin op, te boven gaan
  • δευτερόλεπτο στα ολλανδικά - moment, ogenblik, seconde, wip, tijdstip, tel, steunen, ...
  • δεόντως στα ολλανδικά - behoorlijk, naar behoren, behoren, redenen, terdege
Τυχαίες λέξεις
Δευτερεύων στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bijbehorend, bijkomend, bijkomstig, secundair, secundaire, voortgezet, middelbare, middelbaar