Δευτερεύων στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δευτερεύων, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
secundário, acessório, segunda, secundária, secundários, derivado, secundárias
Δευτερεύων στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δευτερεύων

είναι δευτερεύων, δευτερεύων μάθημα, δευτερεύων πνιγμόσ, το δευτερεύων, δευτερεύων κβαντικός αριθμός, δευτερεύων λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δευτερεύων στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δεσποτικός στα πορτογαλικά - magistral, mestre, masterful, de mestre, maestria
  • δεσπόζω στα πορτογαλικά - avassalar, domiciliar, dominar, elevar-se de, overtop, sobrelevar em altura, levar a melhor sobre
  • δευτερόλεπτο στα πορτογαλικά - instante, assento, sentar, momento, segundo, segunda, outro, ...
  • δεόντως στα πορτογαλικά - devidamente, devida, regularmente
Τυχαίες λέξεις
Δευτερεύων στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: secundário, acessório, segunda, secundária, secundários, derivado, secundárias