Δηλητηριώδης στα ολλανδικά
Μετάφραση: δηλητηριώδης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
giftig, venijnig, vergiftig, verpestend, giftige, giftig is, vergiftige
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δηλητηριώδης
δηλητηριώδης αράχνες, δηλητηριώδης κισσός, δηλητηριώδης βάτραχος dart, δηλητηριώδης πεταλούδα, δηλητηριώδης βάτραχος, δηλητηριώδης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δηλητηριώδης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δηκτικός στα ολλανδικά - vernietigend, vernietigende, afmakende, onomwonden, bijtende
- δηλητηρίαση στα ολλανδικά - vergiftiging, vergiftigingen, intoxicaties, poisoning
- δηλώνω στα ολλανδικά - betuigen, declareren, aangeven, verklaren, te verklaren, verklaart, verklaar
- δημεύω στα ολλανδικά - confisqueren, beslag te nemen, te confisqueren, in beslag, in beslag te nemen
Τυχαίες λέξεις
Δηλητηριώδης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: giftig, venijnig, vergiftig, verpestend, giftige, giftig is, vergiftige
Μεταφράσεις: giftig, venijnig, vergiftig, verpestend, giftige, giftig is, vergiftige