Διάζωμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: διάζωμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fries, frieze
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διάζωμα
διάζωμα ορισμός, διάζωμα λεξικό, διάζωμα « αρχαία θέατρα» τησ μπένος το «διάζωμα» αθήνα νοέμβριος 2009 σελ. 6, διάζωμα δελφοί, διάζωμα μπένος, διάζωμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διάζωμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διάδοση στα ολλανδικά - befaamdheid, mare, faam, reputatie, gerucht, roem, roep, ...
- διάδρομος στα ολλανδικά - rijstrook, baan, gang, overloop, hal, hallway, de hal
- διάθεση στα ολλανδικά - gemoedsgesteldheid, gemoedstoestand, temperen, harden, sfeer, aard, stemming, ...
- διάθλαση στα ολλανδικά - straalbreking, breking, refractie, lichtbreking
Τυχαίες λέξεις
Διάζωμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: fries, frieze
Μεταφράσεις: fries, frieze