Διαφημιστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαφημιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aankondiging, advertentie, reclame, bericht, adverteren, advertising, de reclame
Διαφημιστικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαφημιστικός

διαφημιστικός προυπολογισμός, διαφημιστικός πυλώνας, διαφημιστικός αναπτήρας, διαφημιστικός οίκος αφροδίτη, διαφημιστικός χώρος, διαφημιστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαφημιστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαφεύγω στα ολλανδικά - ontwijken, ontsnapping, ontsnappen, escape, te ontsnappen
  • διαφημίζω στα ολλανδικά - verspreiden, aandienen, adverteren, aankondigen, reclame, adverteer, reclame maken, ...
  • διαφθείρω στα ολλανδικά - bederven, verderven, ontaarden, corrumperen, doen ontaarden
  • διαφθορά στα ολλανδικά - corruptie, bederf, van corruptie, de corruptie, corruptie te, beschadiging
Τυχαίες λέξεις
Διαφημιστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aankondiging, advertentie, reclame, bericht, adverteren, advertising, de reclame