Διαφημιστικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διαφημιστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reclamo, publicidade, anúncio, propaganda, de publicidade, a publicidade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφημιστικός
διαφημιστικός προυπολογισμός, διαφημιστικός πυλώνας, διαφημιστικός αναπτήρας, διαφημιστικός οίκος αφροδίτη, διαφημιστικός χώρος, διαφημιστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαφημιστικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διαφεύγω στα πορτογαλικά - elucidar, aclarar, fuga, escapar, de escape, de fuga, saída
- διαφημίζω στα πορτογαλικά - anunciar, anuncie, propaganda, publicitar, anunciam
- διαφθείρω στα πορτογαλικά - corromper, depravar, depravam, deprave, depravam a, licenciosos depravam
- διαφθορά στα πορτογαλικά - corrupção, a corrupção, à corrupção, de corrupção, corrupção de
Τυχαίες λέξεις
Διαφημιστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: reclamo, publicidade, anúncio, propaganda, de publicidade, a publicidade
Μεταφράσεις: reclamo, publicidade, anúncio, propaganda, de publicidade, a publicidade