Διαφυγή στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαφυγή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lek, ontsnapping, ontsnappen, escape, te ontsnappen
Διαφυγή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαφυγή

διαφυγή εγκεφαλονωτιαίου υγρού, διαφυγή τριγλώχινας βαλβίδας, χωρίς διαφυγή, διαφυγή αορτικής βαλβίδας, διαφυγή βαλβίδας, διαφυγή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαφυγή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαφορετικός στα ολλανδικά - anders, verschillend, ander, uiteenlopend, verschillende, andere
  • διαφοροποιώ στα ολλανδικά - onderscheiden, onderscheid maken, onderscheid, differentiëren, te onderscheiden
  • διαφωνία στα ολλανδικά - redetwist, dispuut, centrale, twist, twistgesprek, kwestie, disputeren, ...
  • διαφωνώ στα ολλανδικά - twisten, redetwisten, krakelen, argumenteren, disputeren, het oneens zijn, oneens, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαφυγή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lek, ontsnapping, ontsnappen, escape, te ontsnappen