Groot στα ελληνικά
Μετάφραση: groot, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλατύς, ενήλικος, απίθανος, ενήλικας, πελώριος, εξαιρετικός, μεγάλος, ψηλόλιγνος, περιεκτικός, διεξοδικός, φαρδύς, τεράστιος, πλήρης, εκτεταμένος, ευρύς, απέραντος, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- grondwet στα ελληνικά - σύνταγμα, Συντάγματος, σύσταση, συγκρότηση, Συντάγματος της
- grondwettelijk στα ελληνικά - συνταγματικός, συνταγματικές, συνταγματική, συνταγματικής, συνταγματικό
- grootbrengen στα ελληνικά - αγρόκτημα, μορφώνω, ανατρέφω, παράγω, εκπαιδεύω, τρέφω, μεγαλώνω, ...
- grootheid στα ελληνικά - ποσότητα, μεγαλείο, το μεγαλείο, μεγαλείου, μεγαλοσύνη
Τυχαίες λέξεις
Groot στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλατύς, ενήλικος, απίθανος, ενήλικας, πελώριος, εξαιρετικός, μεγάλος, ψηλόλιγνος, περιεκτικός, διεξοδικός, φαρδύς, τεράστιος, πλήρης, εκτεταμένος, ευρύς, απέραντος, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες
Μεταφράσεις: πλατύς, ενήλικος, απίθανος, ενήλικας, πελώριος, εξαιρετικός, μεγάλος, ψηλόλιγνος, περιεκτικός, διεξοδικός, φαρδύς, τεράστιος, πλήρης, εκτεταμένος, ευρύς, απέραντος, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες