Ενισχυτής στα ολλανδικά
Μετάφραση: ενισχυτής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
versterker, de versterker, eindversterker
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενισχυτής
ενισχυτής ήχου, ενισχυτής σήματος, ενισχυτής σήματος cosmote, ενισχυτής wi fi, ενισχυτής κιθάρας, ενισχυτής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ενισχυτής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ενιαίος στα ολλανδικά - tenue, uniform, verenigd, Verenigde, United, van verenigde, de verenigde
- ενικός στα ολλανδικά - bizar, eigenaardig, uniek, wonderlijk, vreemdsoortig, enig, raar, ...
- ενισχύω στα ολλανδικά - achteruit, achterzijde, bevorderen, vergroten, wervelkolom, ommezijde, steunen, ...
- εννέα στα ολλανδικά - negen, van negen
Τυχαίες λέξεις
Ενισχυτής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: versterker, de versterker, eindversterker
Μεταφράσεις: versterker, de versterker, eindversterker