Ενισχυτής στα ουγγρικά

Μετάφραση: ενισχυτής, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
erősítő, erősítőt, erősítővel, erősítőhöz
Ενισχυτής στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενισχυτής

ενισχυτής ήχου, ενισχυτής σήματος, ενισχυτής σήματος cosmote, ενισχυτής wi fi, ενισχυτής κιθάρας, ενισχυτής λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ενισχυτής στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ενιαίος στα ουγγρικά - változatlan, egyesült, egységes, Amerikai Egyesült, united, egyesített
  • ενικός στα ουγγρικά - egyes, egyes szám, szinguláris, egyedülálló, egyedi, egyes számban
  • ενισχύω στα ουγγρικά - vissza, hátsó, reenforce
  • εννέα στα ουγγρικά - kilenc, baseballcsapat, nine, a kilenc
Τυχαίες λέξεις
Ενισχυτής στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: erősítő, erősítőt, erősítővel, erősítőhöz