Ενισχυτής στα ρωσικά

Μετάφραση: ενισχυτής, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
усилитель, усилителя, усилителем, усилитель звука
Ενισχυτής στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενισχυτής

ενισχυτής ήχου, ενισχυτής σήματος, ενισχυτής σήματος cosmote, ενισχυτής wi fi, ενισχυτής κιθάρας, ενισχυτής λεξικό γλώσσας ρωσικά, ενισχυτής στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ενιαίος στα ρωσικά - постоянный, обмундировка, единообразие, однородный, однообразный, одинаковый, мундир, ...
  • ενικός στα ρωσικά - странный, необычный, изумительный, чудной, своеобразный, удивительный, смешной, ...
  • ενισχύω στα ρωσικά - пятиться, изнанка, обратный, обушок, киль, укрепляться, разрекламировать, ...
  • εννέα στα ρωσικά - девятка, девять, девяти, девятьсот, девятью
Τυχαίες λέξεις
Ενισχυτής στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: усилитель, усилителя, усилителем, усилитель звука