Επίσημα στα ολλανδικά

Μετάφραση: επίσημα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
officieel, om officieel, officiële, hier om officieel, officieel is
Επίσημα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίσημα

επίσημα αποτελέσματα δημοτικών εκλογών 2014, επίσημα φορέματα, επίσημα χτενίσματα, επίσημα αποτελέσματα δημοτικών εκλογών, επίσημα αποτελέσματα εκλογών 2014, επίσημα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επίσημα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επίπτωση στα ολλανδικά - resultaat, uitkomst, effect, effecten, afloop, oplossing, uitslag, ...
  • επίρρημα στα ολλανδικά - bijwoord, adverbium, adverb
  • επίσημος στα ολλανδικά - plechtig, formeel, beambte, ceremonieel, officieel, afgemeten, ambtenaar, ...
  • επίσης στα ολλανδικά - buitendien, evenzeer, bovendien, eveneens, mede, verder, voorts, ...
Τυχαίες λέξεις
Επίσημα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: officieel, om officieel, officiële, hier om officieel, officieel is