Ευαίσθητος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ευαίσθητος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
receptief, ontvankelijk, gevoelig, gevoelige, kwetsbare, gevoeliger, gevoelig zijn
Ευαίσθητος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευαίσθητος

ευαίσθητος άντρας, ευαίσθητος αποδέκτης, ευαίσθητος λεξικό, είμαι ευαίσθητος, ευαίσθητος άνθρωπος, ευαίσθητος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευαίσθητος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευάρεστος στα ολλανδικά - plezierig, aangenaam, behaaglijk, sympathiek, genoeglijk, welgevallig, prettig, ...
  • ευέξαπτος στα ολλανδικά - kregel, balorig, gemelijk, slechtgehumeurd, onbeheerst, aangeboren, temperamentvol, ...
  • ευαγγέλιο στα ολλανδικά - evangelie, gospel, evangelie te, het evangelie
  • ευαγγελίζομαι στα ολλανδικά - aangehangen, omhelsd, espoused, omarmde, ondertrouwd
Τυχαίες λέξεις
Ευαίσθητος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: receptief, ontvankelijk, gevoelig, gevoelige, kwetsbare, gevoeliger, gevoelig zijn