Ζηλεύω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ζηλεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
benijden, nijd, wangunst, misgunnen, jaloezie, afgunst, jaloers, nijdigheid
Ζηλεύω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ζηλεύω

ζηλεύω το μικρό σου το γατί, ζηλεύω στα αγγλικά, ζηλεύω αυτούς που σε βλέπουν κάθε μέρα, ζηλεύω πολύ στίχοι, ζηλεύω μαζωνάκης, ζηλεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ζηλεύω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ζεύξη στα ολλανδικά - steek, strik, breisteek, netwerk, maas, koppeling, koppelen, ...
  • ζεύω στα ολλανδικά - duo, stelletje, aanspannen, stel, span, paar, tweetal, ...
  • ζηλιάρης στα ολλανδικά - jaloers, afgunstig, ijverzuchtig, jaloerse, jaloers op, benijd
  • ζηλόφθονος στα ολλανδικά - jaloers, afgunstig, ijverzuchtig, jaloerse, jaloers op, benijd
Τυχαίες λέξεις
Ζηλεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: benijden, nijd, wangunst, misgunnen, jaloezie, afgunst, jaloers, nijdigheid