Ζηλεύω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ζηλεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inveja, ambiente, invejar, a inveja, envy, da inveja
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ζηλεύω
ζηλεύω το μικρό σου το γατί, ζηλεύω στα αγγλικά, ζηλεύω αυτούς που σε βλέπουν κάθε μέρα, ζηλεύω πολύ στίχοι, ζηλεύω μαζωνάκης, ζηλεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ζηλεύω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ζεύξη στα πορτογαλικά - rede, alegre, trama, acoplamento, de acoplamento, engate, ligação, ...
- ζεύω στα πορτογαλικά - casal, rendimento, ceder, canga, parelha, jugo, garfo, ...
- ζηλιάρης στα πορτογαλικά - invejoso, inveja, invejosos, invejosa, com inveja
- ζηλόφθονος στα πορτογαλικά - invejoso, inveja, invejosos, invejosa, com inveja
Τυχαίες λέξεις
Ζηλεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inveja, ambiente, invejar, a inveja, envy, da inveja
Μεταφράσεις: inveja, ambiente, invejar, a inveja, envy, da inveja