Ηγεμονικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ηγεμονικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vorstelijk, koninklijk, prinselijk, prinselijke, vorstelijke, princely
Ηγεμονικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηγεμονικός

ηγεμονικός πόλεμος, ηγεμονικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ηγεμονικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ηγήτορας στα ολλανδικά - chef, aanvoerder, gebieder, baas, leider, Leader, marktleider, ...
  • ηγεμονία στα ολλανδικά - hegemonie, de hegemonie, hegemonie van, overheersing, hegemonie te
  • ηγεμόνας στα ολλανδικά - chef, gebieder, monarch, potentaat, aanvoerder, soeverein, beheerser, ...
  • ηγεσία στα ολλανδικά - leiderschap, leiding, leiders, leidende, leidinggevende
Τυχαίες λέξεις
Ηγεμονικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vorstelijk, koninklijk, prinselijk, prinselijke, vorstelijke, princely