Ηγεμονικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: ηγεμονικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
королівський, князьок, царствений, величний, царський, царське
Ηγεμονικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηγεμονικός

ηγεμονικός πόλεμος, ηγεμονικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ηγεμονικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ηγήτορας στα ουκρανικά - інертний, неповороткий, повільний, сірий, важкий, лідер, Лидер
  • ηγεμονία στα ουκρανικά - гегемонія, лідери, гегемонію
  • ηγεμόνας στα ουκρανικά - соверен, неповороткий, найвищий, повновладний, суверенний, сірий, інертний, ...
  • ηγεσία στα ουκρανικά - лідери, керівництво, Посібник, Інструкції, інструкцію, Адміністрація
Τυχαίες λέξεις
Ηγεμονικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: королівський, князьок, царствений, величний, царський, царське