Κέικ στα ολλανδικά

Μετάφραση: κέικ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cake, koek, taart, gebak, cake van
Κέικ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κέικ

κέικ μπανάνας, κέικ με λάδι, κέικ με ταχίνι, κέικ πορτοκάλι, κέικ σοκολάτας, κέικ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κέικ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κάτω στα ολλανδικά - dons, neerslachtig, laag, nesthaar, waas, neer, omlaag, ...
  • κάψουλα στα ολλανδικά - capsule, kapseltje, doosvrucht, capsules, kapsel, capsule van, de capsule
  • κέλυφος στα ολλανδικά - scheepsromp, kinkhoorn, schelp, beschieten, rugschild, schild, pels, ...
  • κέντημα στα ολλανδικά - leuter, pik, steken, snikkel, schram, jongeheer, prikken, ...
Τυχαίες λέξεις
Κέικ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: cake, koek, taart, gebak, cake van