Καραμέλα στα ολλανδικά

Μετάφραση: καραμέλα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zoetigheid, dessert, snoep, toetje, nagerecht, oppassend, suikerbakkerij, zachtheid, zacht, zoet, suikergoed, candy, snoepje, snoepjes
Καραμέλα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καραμέλα

καραμέλα 2014, καραμέλα γάλακτος, καραμέλα βουτύρου, καραμέλα club, καραμέλα συνταγή, καραμέλα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καραμέλα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καρίνα στα ολλανδικά - kiel, keel, de kiel
  • καρακάξα στα ολλανδικά - ekster, Magpie, de Ekster, eksters
  • καραμούζα στα ολλανδικά - toeteren, trompet, bazuin, toeten, Karamouza
  • καραμπίνα στα ολλανδικά - geweer, roer, karabijn, Carbine, de Karabijn, karabijn van, karabijnhaak
Τυχαίες λέξεις
Καραμέλα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zoetigheid, dessert, snoep, toetje, nagerecht, oppassend, suikerbakkerij, zachtheid, zacht, zoet, suikergoed, candy, snoepje, snoepjes